καρδιωγμός

καρδιωγμός
καρδιωγμός, ὁ (Α) [καρδιώσσω]
πόνος τού στομαχιού, καρδιαλγία*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καρδιωγμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδιωγμοῖς — καρδιωγμός masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδιωγμοί — καρδιωγμός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδιωγμοῦ — καρδιωγμός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδιωγμούς — καρδιωγμός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδιωγμῷ — καρδιωγμός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδιωγμόν — καρδιωγμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδίωξις — καρδίωξις, ώξεως, ἡ (Μ) [καρδιώσσω] καρδιωγμός*, ο στομαχόπονος …   Dictionary of Greek

  • σθεναρός — ή, ό / σθεναρός, ά, όν, ΝΜΑ, και ιων. τ. θηλ. σθεναρή Α γεμάτος σθένος, δυνατός, ισχυρός (α. «σθεναρή κράση» β. «σθεναρὰ χείρ», Τζέτζ γ. «βραχίων σθεναρός», Ευρ. δ. «ἄτη σθεναρή τε καὶ ἀρτίπος», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. γεμάτος ψυχικό και ηθικό σθένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”